- φθειροπύλη
- φθειρο-πύλη [pron. full] [ῠ], ἡ, nickname of the courtesan Phanostrate,A
ἐπειδήπερ ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶσα ἐφθειρίζετο Apollod.
ap. Ath.13.586a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπειδήπερ ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶσα ἐφθειρίζετο Apollod.
ap. Ath.13.586a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθειροπύλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθειροπύλη — ἡ, Α ειρωνικό παρωνύμιο εταίρας, τής Φανοστράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + πύλη. Η αρχική σημ. τής λ. πρέπει να ήταν «πόρτα, πύλη για τις ψείρες» και όχι η σημ. που προτείνεται από ορισμένους μελετητές «αυτή που στηριζόταν στην πόρτα και… … Dictionary of Greek
φθειροπύλην — φθειροπύλη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)